Αιγηίδα

Αιγηίδα
Ενιαία μάζα ξηράς η οποία κάλυπτε το Αιγαίο πέλαγος και μεγάλο μέρος της σημερινής χερσαίας Ελλάδας μέχρι πριν από περίπου 2.000.000 χρόνια. Η Α. επέτρεπε τη χερσαία επικοινωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τη σημερινή Μικρά Ασία, γεγονός που εξηγεί γιατί σε πολλά νησιά του Αιγαίου βρίσκονται σήμερα απολιθώματα μεγάλων θηλαστικών (π.χ. ελεφάντων). Κατά τα τελευταία δύο εκατομμύρια χρόνια, δηλαδή κατά την τεταρτογενή περίοδο και ιδιαίτερα κατά το τελευταίο μισό αυτού του διαστήματος, συνεχίστηκε μια σειρά έντονων γεωλογικών αναταραχών η οποία είχε ξεκινήσει από παλαιότερες εποχές και η οποία προκάλεσε την καταβύθιση της Α., αλλά όχι με ομοιόμορφο τρόπο. Άλλα τμήματά της βυθίστηκαν και άλλα ανυψώθηκαν, σχηματίζοντας τεκτονικές τάφρους (βυθίσματα) και κέρατα (κλιμακοειδώς ανυψούμενα τμήματα). Τότε σχηματίστηκαν και τα νησιά των Κυκλάδων από υψηλά τμήματα της ξηράς που δεν σκεπάστηκαν από τη θάλασσα, όπως επίσης και τα ηφαίστεια του ηφαιστειακού τόξου του Αιγαίου. Στο διάστημα αυτό η ελληνική ακτογραμμή, δηλαδή ολόκληρη η Ελλάδα, πήρε περίπου τη μορφή που διατηρεί μέχρι σήμερα με ορισμένες βέβαια μικρές αλλαγές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αιγηίδα φυλή — Μία από τις δέκα φυλές που δημιούργησε ο Κλεισθένης στην Αττική. Πήρε το όνομά της από τον μυθικό βασιλιά της Αθήνας Αιγέα …   Dictionary of Greek

  • παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Φιλαΐδες — οι / Φιλαΐδαι, ΝΑ δήμος τής Αττικής που ανήκε στην Αιγηίδα φυλή, βρισκόταν στην περιοχή τής Μεσογαίας και σε αυτόν ανήκε το ιερό τής Βραυρώνος …   Dictionary of Greek

  • αλαί — Αρχαία τοπωνύμια, που οφείλουν την ονομασία τους σε αλυκές. 1. Α. οι Αραφηνίδες. Από αυτές πήρε και την ονομασία του ένας από τους δήμους της Αττικής που ανήκε στην Αιγηίδα φυλή. Ο δήμος αυτός βρισκόταν κοντά στον Μαραθώνα. 2. Α. οι Αιξωνίδες.… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • υπεραιγαία — η, Ν γεωλ. φρ. «υπεραιγαία αύλακα» η αυλακοειδής κοιλότητα που θεωρούσαν παλαιότερα ότι υπήρχε στη βόρεια Αιγηίδα κατά το ολιγόκαινο και η οποία, όπως απέδειξαν νεώτερες έρευνες, δεν υπάρχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + αιγαίος] …   Dictionary of Greek

  • Αγοραίος Κολωνός — Ονομασία του λόφου της αρχαίας Αγοράς που βρισκόταν κοντά στο Ευρυσάκειο και τον ναό του Ηφαίστου (το σημερινό Θησείο). Ο λόφος αυτός (υψόμ. 68,6 μ.), εξαιτίας της κεντρικής του θέσης (αποτελεί προεξοχή του λόφου της Πνύκας), ήταν τόπος όπου… …   Dictionary of Greek

  • Αιγείδες — Στην αρχαιότητα, φυλή της Αθήνας, της Θήβας και της Σπάρτης. Στην Αθήνα λέγονταν έτσι οι απόγονοι του Θησέα, γιου του Αιγέα, ή όσοι ανήκαν στην Αιγηίδα φυλή. Στη Σπάρτη κατάγονταν από τον Οιόλυκο, γιο του Θήρα, που, όταν ο πατέρας του έφυγε για… …   Dictionary of Greek

  • αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”